- διατριταῖος
- διατρῐταῖος, α, ον,A = διάτριτος, in Lat. form, Cael.Aur.CP1.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διατριταίος — διατριταῑος, α, ον (Α) αυτός που επανέρχεται κάθε τρίτη ημέρα, διάτριτος* … Dictionary of Greek